κορδακισμος

κορδακισμος
    κορδακισμός
    κορδᾱκισμός
    ὅ Dem. = κόρδαξ См. κορδαξ

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κορδακισμος" в других словарях:

  • κορδακισμός — ο (Α κορδακισμός) [κορδακίζω] κορδάκισμα, άσεμνος χορός, απρεπής κίνηση …   Dictionary of Greek

  • κορδακισμός — κορδᾱκισμός , κορδακισμός licentious dancing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακτρισμός — μακτρισμός, ὁ (Α) είδος αρχαίου ασελγούς χορού, απόκινος* («τὴν δ ἀπόκινον καλουμένην ὄρχησιν... ὕστερον μακτρισμὸν ὠνόμασαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» με επίδραση τών μακτήρ, μάκτρα, μέσω ενός αμάρτυρου *μακτρίζω… …   Dictionary of Greek

  • κορδακισμοῖς — κορδᾱκισμοῖς , κορδακισμός licentious dancing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακισμοί — κορδᾱκισμοί , κορδακισμός licentious dancing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακισμούς — κορδᾱκισμούς , κορδακισμός licentious dancing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακισμῶν — κορδᾱκισμῶν , κορδακισμός licentious dancing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακισμόν — κορδᾱκισμόν , κορδακισμός licentious dancing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»